- τερατολογίας
- ὁ, Α(κατά το λεξ. Σούδα) «τερατολογίαι οἱ θαυμαστά και παράδοξα μυθεύοντες».[ΕΤΥΜΟΛ. < τερατολόγος + επίθημα -ίας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερατολογίας — τερατολογίᾱς , τερατολογία telling of marvels fem acc pl τερατολογίᾱς , τερατολογία telling of marvels fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατολογία — Η τ. έχει ως αντικείμενο τη μελέτη όλων των εξαιρετικών οργανικών διατάξεων, με τις οποίες κάποιο άτομο διακρίνεται από το πλήθος των ατόμων του ίδιου αυτού είδους. Οι εξαιρετικές αυτές διατάξεις είναι ανωμαλίες ή τερατομορφίες. Ανωμαλία… … Dictionary of Greek